- ηττημένος
- battu
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἡττημένος — ἡσσάομαι to be less perf part mp masc nom sg (attic) ἡττάω to be less perf part mp masc nom sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
побѣженыи — (125) прич. страд. прош. к побѣдити. 1.В 1 знач.: ни одиною же си орѹжьѥ погѹби. да не нагъ обрѧщешисѧ. и на брани побѣженъ бѹдеши. (εὐολωτος) Изб 1076, 240; послѣже побѣжени бывъше ратьнии. ЖФП XII, 47г; браньныи бо законъ рабомъ повелѣваеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του … Dictionary of Greek
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
αστέφανος — η, ο (Α ἀστέφανος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος 2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο αρχ. αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος … Dictionary of Greek
ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θερμοπύλες — I Στενό πέρασμα (στενωπός) μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του Καλλίδρομου, που η στρατηγική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το τοπίο σήμερα έχει αλλοιωθεί με τις προσχώσεις των ποταμών, κυρίως του Σπερχειού, και… … Dictionary of Greek
παγκράτιο — I Είδος αγωνίσματος των αρχαίων Ελλήνων, που συνδύαζε την πάλη και την πυγμαχία. Ήταν ένα άγριο, επικίνδυνο αγώνισμα, όπου επιτρεπόταν σχεδόν κάθε μέθοδος για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο. Ο Παυσανίας αναφέρει και τον ίδιο τον θάνατο. Οι… … Dictionary of Greek
συνηττώμαι — και συνησσῶμαι, άομαι, ΜΑ ηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)] … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
Άσανδρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μακεδόνας στρατηγός (4ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φιλώτα και αδελφός του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Παρμενίωνα, που διορίστηκε το 334 π.Χ. σατράπης της Λυδίας. Το 331 π.Χ. αντικαταστάθηκε από τον Μένανδρο,… … Dictionary of Greek